μίλβος

μίλβος
ο
ζωολ. βλ. τσίφτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακιπιτρίδες — (accipitridae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων, της υφομοταξίας των ατροπιδοφόρων. Οι α. περιλαμβάνουν τις οκτώ ακόλουθες υποοικογένειες: Ελανίδες. Είναι αρπακτικά πουλιά,πουτρέφονται με ερπετά, αμφίβια και έντομα και κυνηγούν μόνο… …   Dictionary of Greek

  • Γκαλαπάγκος — (Galapagos). Αρχιπέλαγος (7.812 τ. χλμ., 18.900 κάτ. το 2002) του Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελείται από 15 μεγάλα και πολυάριθμα μικρότερα νησιά, που περιλαμβάνονται στις επαρχίες του Ισημερινού και απέχουν από τις ακτές του περίπου 900 χλμ. Από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”